προσεσπέριος

προσεσπέριος
προσεσπέριος, ον,
A towards the west, western, Arist.Fr.474, Plb.1.2.6, Scymn.157;

τὰ π. τῆς Εὐρώπης D.H.1.13

;

οἱ π. Λοκροί D.S.14.34

, cf. Str.9.5.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσεσπέριος — towards the west masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπέριος — ον, Α [προσέσπερος] 1. (σχετικά με ώρα, με χρόνο) εσπερινός, βραδινός 2. αυτός που βρίσκεται προς τη δύση, ο δυτικός (α. «τὰ προσεσπέρια τῆς Εὐρώπης», Διον. Αλ. β. «προσεσπέριοι Λοκροί», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεσπέριον — προσεσπέριος towards the west masc/fem acc sg προσεσπέριος towards the west neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπερίοις — προσεσπέριος towards the west masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπερίους — προσεσπέριος towards the west masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπερίων — προσεσπέριος towards the west masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεσπέρια — προσεσπέριος towards the west neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέσπερος — ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α 1. ο προσεσπέριος* 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα προς το βράδυ, αργά το απόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + έσπερος (< ἑσπέρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”